κλήμα

κλήμα
Ονομασία έντεκα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 23 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Αράκυνθος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρακύνθου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 520 μ., 232 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ολυμπίας του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλιφείρας. 3. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 307 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυργιωτίσσης του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, 70 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τυμπακίου. 4. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 550 μ., 100 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 51 χλμ. ΝΔ της πόλης της Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νεάπολης. 5. Οικισμός (63 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέας Ιωνίας. 6. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 12 κάτ.) της Μήλου. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μήλου του νομού Κυκλάδων. Κοντά στον οικισμό σώζονται τα ερείπια της αρχαίας Μήλου. 7. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 137 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο μέσο του νομού, 32 χλμ. ΒΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τρικόρφου. 8. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) της Σάμου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βαθέος του νομού Σάμου. 9. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 27 κάτ.) της Σκοπέλου. Βρίσκεται κοντά στη βορειοδυτική ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σκοπέλου του νομού Μαγνησίας. 10. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 122 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, 94 χλμ. ΝΔ της Άμφισσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευπαλίου. 11. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 730 μ., 49 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στις δυτικές πλαγιές των Βαρδουσίων ορέων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λιδορικίου. Το Κλήμα, στο βόρειο άκρο της Μήλου.
* * *
(I)
κλῆμα, ἡ (Μ)
γλέντι, συμπόσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < παλ. γαλλ. cleime].
————————
(II)
το (AM κλῆμα, Α αιολ. τ. κλᾱμμα)
1. καθένα από τα κλαδιά τού φυτού τής αμπέλου, κληματόβεργα, κληματσίδα (α. «ἀμπέλου κλῆμα», Πλάτ.
β. «ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα», ΚΔ)
2. το φυτό άμπελος («διά κλήμα αμάραντον ευρήκαμεν τον τίμιον και ζωοποιόν Σταυρόν», Καισ. Δαπ.)
3. το στέλεχος, ο κορμός τού φυτού άμπελος, κούτσουρο, κούρβουλο
νεοελλ.
παροιμ. α) «ήτανε στραβό το κλήμα τό 'φαγε κι ο γάιδαρος» — λέγεται για επιδείνωση μιας ήδη άσχημης κατάστασης
β) «χίλια κλήματα δέκα σταφύλια» — για εκείνους που υπερηφανεύονται χωρίς να έχουν αξία
αρχ.
1. τρυφερό κλαδί δέντρου
2. μόσχευμα που κόβεται από ένα φυτό και μπολιάζεται σε άλλο
3. ο ομφάλιος λώρος («πεῖσμα καὶ κλῆμα τῷ γεννωμένῳ καρπῷ», Δημόκρ.)
4. (στη Ρώμη) η κλημάτινη ράβδος τού Ρωμαίου εκατοντάρχου («τὸ κλῆμα πρώτον, ᾧ κολάζουσιν ἑκατοντάρχαι τοὺς πληγῶν δεομένους», Πλούτ.)
5. το φυτό πιτυοῡσσα
6. το φυτό πολύγονον
7. (κατά τον Ησύχ.) «κλῆμα
ὑπόδημα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῶ* «σπάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Κλήμα — Κλήμᾱ , Κλήμης masc nom/voc/acc dual Κλήμᾱ , Κλήμης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλῆμα — twig neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλήμα — το, ατος 1. αμπέλι. 2. καθένα από τα κλαδιά του αμπελιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κλῆμα — Κλήμης masc voc sg Κλήμης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CLEMA — Graece κλῆμα, species vitis, ut ait Ammonius, sive palmes, pampinus seu putius sarmentum erat, Centurionatus apud Romanos insigne. Hinc κλῆμα ἑκατοντάρχιον Plutarcho, in Galba dictum. De quo sic Euseb. Histor. Eccles. l 7. c. 14. Marius unus ex… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κλημάτιον — κλημάτιον, τὸ (Α) [κλήμα] (υποκορ. τού κλήμα) μικρό κλήμα, κληματάκι …   Dictionary of Greek

  • κληματίδιον — κληματίδιον, τὸ (Μ) (υποκορ. τού κλήμα) μικρό κλήμα, μικρός κλάδος, κληματσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆμα, ατoς + υποκορ. κατάλ. ίδιον*] …   Dictionary of Greek

  • Αγκαίος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Λυκούργου και της Κλεοφίλης ή της Ευρυνόμης από την Τεγέα. Ο Α. φημιζόταν ως ένας από τους δυνατότερους (μετά τον Ηρακλή) ήρωες της Αρκαδίας. Ήταν πατέρας του Αγαπήνορα, ενός από τους μνηστήρες της Ελένης… …   Dictionary of Greek

  • κλήμαθ' — κλή̱ματα , κλῆμα twig neut nom/voc/acc pl κλή̱ματι , κλῆμα twig neut dat sg κλή̱ματε , κλῆμα twig neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Peparethos — Gemeinde Skopelos Δήμος Σκοπέλου (Σκόπελος) DEC …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”